Η βιολογική γεωργία αν και έχει υψηλότερο κόστος παραγωγής από αυτό της συµβατικής, αποδίδει µεγαλύτερο εισόδηµα στους παραγωγούς, µε το καθαρό κέρδος του παραγωγού της βιολογικής καλλιέργειας να ανέρχεται στα 704,34 ευρώ το στρέµµα, υψηλότερο κατά 366,45 ευρώ το στρέµµα από το αντίστοιχο για τον παραγωγό της συµβατικής καλλιέργειας.
Αυτό προκύπτει από µελέτη κόστους του Γεωπονικού Πανεπιστηµίου Αθηνών, σε µια προσπάθεια να αναδειχθεί πιο είναι το πιο οικονοµικά ανταγωνιστικό σύστηµα καλλιέργειας για την ελιά. Στα συµπεράσµατα της µελέτης υπογραµµίζεται και η ολοένα και αυξανόµενη τάση των ελαιοπαραγωγών να στρέφονται στη βιολογική καλλιέργεια.
Η συγκεκριµένη έκθεση µε τίτλο « Σύγκριση κόστους βιολογικής και συµβατικής γεωργίας στην παραγωγή ελαιολάδου στην Ελλάδα», έχει συγκεντρώσει στοιχεία από 30 πιστοποιηµένους βιολογικούς καλλιεργητές και 30 συµβατικούς, που είναι ενεργοί και κατ’ επάγγελµα αγρότες στην ευρύτερη περιοχή της Αιτωλοακαρνανίας. Συγκεκριµένα, οι ερευνητές, την καλλιεργητική περίοδο 2016-2017, ήρθαν σε επαφή µε τους παραγωγούς και µέσω ερωτηµατολογίων, απέκτησαν πληροφορίες, σχετικά µε τη χρήση των λιπασµάτων και αγροχηµικών και τα έσοδα και τα έξοδα των αγροτών στα δύο γεωργικά συστήµατα.
Κόστος παραγωγής
Το κόστος παραγωγής ελαιοκάρπου για ελαιόλαδο στη βιολογική γεωργία ήταν µεγαλύτερο σε σχέση µε τη συµβατική γεωργία, καθώς υπολογίστηκε ότι για κάθε κιλό βιολογικού ελαιοκάρπου, στοιχίζει στον παραγωγό 2,60 ευρώ, έναντι των 2,25 ευρώ το κιλό στη συµβατική γεωργία.
Όσο αναφορά τη σύνθεση του κόστους παραγωγής µεταξύ των δύο αυτών συστηµάτων καλλιέργειας διακρίνονται σηµαντικές διαφορές. Για παράδειγµα, στη συµβατική παραγωγή, το µεγαλύτερο κόστος αφορούσε την καταναλωτική δαπάνη, για την αγορά λιπασµάτων και αγροεφοδίων, ενώ στο σύστηµα της βιολογικής γεωργίας, στις καταναλωτικές δαπάνες, το µεγαλύτερο κόστος έγκειται στα καύσιµα.
Αυτά τα αποτελέσµατα δικαιολογούνται, καθώς στη βιολογική γεωργία είναι υποχρεωτικές οι επιτόπιες παρακολουθήσεις, και η συνεχής παρουσία του παραγωγού στους ελαιώνες, για την έγκυρη διάγνωση των προβληµάτων και των προσβολών από παθογόνους οργανισµούς, µειώνοντας τις δαπάνες για αγροεφόδια και αυξάνοντας, παράλληλα, το κόστος των καυσίµων και της εργασίας. Επιπλέον, στις παραγωγικές δαπάνες εντάσσεται και η βιολογική πιστοποίηση, αλλά και η πρόσθετη εκπαίδευση των αγροτών, µε αποτέλεσµα το υψηλότερο κόστος παραγωγής στα βιολογικά συστήµατα.
Διαβάστε επίσης: Ενιαία ενίσχυση 20-25 ευρώ το στρέμμα για μικρούς, βάσει δικαιωμάτων σε πραγματικούς αγρότες
Γενικά και στα δύο συστήµατα καλλιέργειας, για την παραγωγή ελαιολάδου, η εργασία αναδείχθηκε ως ο πιο δαπανηρός παράγοντας. Μάλιστα, όπως προκύπτει από τα στοιχεία, η απασχόληση µελών της οικογένειας αντιπροσωπεύει το 43-57% του συνολικού κόστους, αποδίδοντας στη βιολογική καλλιέργεια ελαιοκάρπου 108,802 ευρώ το στρέµµα και στη συµβατική 99,743 ευρώ το στρέµµα. Την ίδια στιγµή, η αµειβόµενη εργασία αφορούσε το 10-17%, και απέδιδε κόστος 72,763 και 78,694 ευρώ το στρέµµα στη βιολογική και στη συµβατική γεωργία. Άλλοι σηµαντικοί παράγοντες στο κόστος παραγωγής σχετίζονται µε το ειδικό κόστος (10-16%) και µε την απόσβεση (6-17%).
Οικονοµικές αποδόσεις
Παρά το υψηλότερο κόστος παραγωγής και την µικρότερη απόδοση, η βιολογική γεωργία, µε βάση τη µελέτη, χαρακτηρίστηκε ως πιο ανταγωνιστικό σύστηµα καλλιέργειας, συγκριτικά µε τη συµβατική.
Όπως προκύπτει από την µελέτη, έδωσε τιµή παραγωγού το 2018 για την ελιά προς ελαιοπαραγωγή 4,19 ευρώ το κιλό, ενώ αυτό της συµβατικής γεωργίας έφτασε στα 3,63 ευρώ το κιλό. Παρότι και τα δύο συστήµατα καλλιέργειας είχαν κέρδος, η τιµή πώλησης του βιολογικού ελαιοκάρπου ήταν 61,2% υψηλότερη από το κόστος παραγωγής του.
Σύµφωνα µε τα αποτελέσµατα, το καθαρό κέρδος από την καλλιέργεια βιολογικού ελαιολάδου ανήλθε στα 704,343 ευρώ το στρέµµα, δηλαδή κατά 366,458 ευρώ το στρέµµα υψηλότερο από το καθαρό κέρδος από τη συµβατική καλλιέργεια. Κατά συνέπεια, η βιολογική παραγωγή ελιάς για ελαιόκαρπο ήταν οικονοµικά πιο κερδοφόρα για τους παραγωγούς, παρόλο που το βιολογικό σύστηµα παρήγαγε χαµηλότερες αποδόσεις (826,3 κιλά το στρέµµα) από το συµβατικό (915,1 κιλά το στρέµµα). Τα αποτελέσµατα αυτά, αποδίδονται στη διαφορά της τιµής πώλησης του βιολογικού και του συµβατικού ελαιολάδου, καθώς και στις επιπρόσθετες κοινοτικές επιδοτήσεις για τη βιολογική παραγωγή (Μέτρο 11).
«Η βιολογική γεωργία είναι πιο συµφέρουσα παρέχοντας µια οικονοµικά ανταγωνιστική εναλλακτική λύση έναντι της συµβατικής ελαιοκαλλιέργειας. Η κερδοφορία ήταν υψηλότερη στο βιολογικό σύστηµα κυρίως λόγω των δηµόσιων επιδοτήσεων και των τιµών πώλησης ελαιοκάρπου που είναι 15,4% υψηλότερες σε σύγκριση µε τις συµβατικές σε τιµές ελιάς, αντισταθµίζοντας τις χαµηλότερες αποδόσεις σε σύγκριση µε το σύστηµα συµβατικής γεωργίας» συµπεραίνει στη µελέτη ο διδάκτωρ του Εργαστηρίου Γεωργίας, Ιωάννης Ρούσσης.
Το άρθρο φιλοξενήθηκε στην εφημερίδα Agrenda που κυκλοφόρησε το Σάββατο 25 Ιουλίου.